- συνείρω
- ΝΜΑ1. συνάπτω, συνδέω, συμπλέκω2. (σχετικά με λόγους, ιδέες, φράσεις, επιχειρήματα) αραδιάζω κατά λογική σειρά, συνδυάζω λογικάαρχ.1. αφηγούμαι κάτι διαδοχικά ή λεπτομερώς («τὰς ἑξῆς πράξεις συνείρει», Διόδ.)2. παρενθέτω σε λόγο3. (αμτβ.) α) δημηγορώ, διαλέγομαιβ) εξακολουθώ να μιλώ για την ίδια υπόθεσηγ) (γενικά) εξακολουθώ, συνεχίζωδ) είμαι συνεχής ή συνημμένος.[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + εἴρω (Ι) «συνδέω, συναρμόζω»].
Dictionary of Greek. 2013.